- ἐπιμοριότης
- ἐπι-μοριότης, ητος, ἡ, das Verhältnis des ἐπιμόριος
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιμοριότης — ἐπιμοριότης, ἡ (Α) [επιμόριος] η ιδιότητα τού επιμόριου … Dictionary of Greek
ἐπιμοριότητα — ἐπιμοριότης the property of being fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)